Greek Meaning of traced

ιχνηλατήθηκε

Other Greek words related to ιχνηλατήθηκε

Definitions and Meaning of traced in English

Webster

traced (imp. & p. p.)

of Trace

FAQs About the word traced

ιχνηλατήθηκε

of Trace

ορισμένος,υπογεγραμμένο,Σχεδιασμένο,οριοθετημένο,περικύκλωση,Οριοθετημένος,σχεδίασε,πλαισιωμένο,επενδεδυμένο,στρογγυλεμένο

καθοδηγούμενος,οδήγησε,επικεφαλής,πιλοταρισμένο

traceable => ανιχνεύσιμος, trace program => πρόγραμμα εντοπισμού, trace element => Ιχνοστοιχείο, trace detector => Ανιχνευτής ιχνών, trace => ίχνος,