Greek Meaning of rimmed
στεφανωμένος
Other Greek words related to στεφανωμένος
- οριοθετημένος
- οριοθετημένο
- αιχμηρός
- περικυκλωμένος
- πλαισιωμένο
- Φραγκοί
- περιθωριακός
- φουστα
- περικυκλωμένος
- περικύκλωση
- περιγεγραμμένο
- περιορισμένος
- συγκρατημένος
- ορισμένος
- Οριοθετημένος
- οριοθετημένε
- επισυνάπτεται
- περιτριγυρισμένο
- περιστοιχισμένος
- περιτριγυρισμένο από
- περικυκλωμένος
- επισυναπτόμενο
- περιορισμένος
- βρόχος
- υπογεγραμμένο
- συγκρατημένος
- περιορισμένος
- δακτυλιωτός
- στρογγυλεμένο
- Σιλουέτα
- Σχεδιασμένο
- ιχνηλατήθηκε
- κομμένος
- περιφραγμένος
Nearest Words of rimmed
Definitions and Meaning of rimmed in English
rimmed (a)
having a rim or a rim of a specified kind
rimmed (imp. & p. p.)
of Rim
FAQs About the word rimmed
στεφανωμένος
having a rim or a rim of a specified kindof Rim
οριοθετημένος,οριοθετημένο,αιχμηρός,περικυκλωμένος,πλαισιωμένο,Φραγκοί,περιθωριακός,φουστα,περικυκλωμένος,περικύκλωση
No antonyms found.
rimless => Χωρίς σκελετό, riming => ομοιοκαταληξία, rim-fire => περίμετρο εκπυρσοκρότηση, rimey => παγωμένος, rimer => ομοιοκαταληξία,