Greek Meaning of bordered
οριοθετημένος
Other Greek words related to οριοθετημένος
- οριοθετημένο
- περικυκλωμένος
- αιχμηρός
- περικυκλωμένος
- πλαισιωμένο
- Φραγκοί
- περιθωριακός
- στεφανωμένος
- φουστα
- περικύκλωση
- περιγεγραμμένο
- περιορισμένος
- ελεγχόμενος
- συγκρατημένος
- ορισμένος
- Οριοθετημένος
- οριοθετημένε
- επισυνάπτεται
- περιτριγυρισμένο
- περιστοιχισμένος
- περικυκλωμένος
- επισυναπτόμενο
- περιορισμένος
- βρόχος
- υπογεγραμμένο
- συγκρατημένος
- περιορισμένος
- δακτυλιωτός
- στρογγυλεμένο
- Σιλουέτα
- Σχεδιασμένο
- ιχνηλατήθηκε
- κομμένος
- περιφραγμένος
Nearest Words of bordered
Definitions and Meaning of bordered in English
bordered (a)
having a border especially of a specified kind; sometimes used as a combining term
bordered (imp. & p. p.)
of Border
FAQs About the word bordered
οριοθετημένος
having a border especially of a specified kind; sometimes used as a combining termof Border
οριοθετημένο,περικυκλωμένος,αιχμηρός,περικυκλωμένος,πλαισιωμένο,Φραγκοί,περιθωριακός,στεφανωμένος,φουστα,περικύκλωση
No antonyms found.
bordereaux => συνοδευτικά δελτία, bordereau => δελτίον αποστολής, border terrier => Terrier συνόρων, border patrolman => Συνοριοφύλακας, border patrol => Συνοριοφρουρά,