Greek Meaning of ringed
δακτυλιωτός
Other Greek words related to δακτυλιωτός
- περικύκλωση
- περικυκλωμένος
- περικυκλωμένος
- αγκαλιάστηκε
- επισυνάπτεται
- περιελάμβανε
- περιστοιχισμένος
- επισυναπτόμενο
- στεφανωμένος
- περικυκλωμένος
- πολιορκημένος
- περιγεγραμμένο
- Κλειστό
- περιτριγυρισμένο
- Περικυκλωμένος (εκτός)
- εδραιωμένος
- περιτριγυρισμένο
- περιφραγμένο
- περιζωσμένος
- περίμετρος
- εγκλωβισμένος (στην)
- σμήνευαν
- περιφραγμένος
Nearest Words of ringed
- ringdove => Τρυγόνι
- ringbone => οστεοφύτωση
- ringbolt => ούπα
- ringbird => Δεν είναι σαφές
- ring-binder => Βιβλιοθήκη με κρίκους
- ringbill => Δακτυλιόχηνα
- ring-around-the-rosy => ένα δαχτυλίδι γύρω από το τριαντάφυλλο
- ring-around-a-rosy => Ρινγκ-αραούντ-α-ρόζι
- ring-a-rosy => κύκλος, τριαντάφυλλο
- ring winding => περιέλιξη δακτυλίου
Definitions and Meaning of ringed in English
ringed (s)
shaped like a ring
having colored rings around the body
wearing a wedding ring; lawfully married
ringed (imp. & p. p.)
of Ring
ringed (a.)
Encircled or marked with, or as with, a ring or rings.
Wearning a wedding ring; hence, lawfully wedded.
FAQs About the word ringed
δακτυλιωτός
shaped like a ring, having colored rings around the body, wearing a wedding ring; lawfully marriedof Ring, Encircled or marked with, or as with, a ring or rings
περικύκλωση,περικυκλωμένος,περικυκλωμένος,αγκαλιάστηκε,επισυνάπτεται,περιελάμβανε,περιστοιχισμένος,επισυναπτόμενο,στεφανωμένος,περικυκλωμένος
No antonyms found.
ringdove => Τρυγόνι, ringbone => οστεοφύτωση, ringbolt => ούπα, ringbird => Δεν είναι σαφές, ring-binder => Βιβλιοθήκη με κρίκους,