Greek Meaning of closed in
Κλειστό
Other Greek words related to Κλειστό
Nearest Words of closed in
- closed gentian => κλειστό εντεριώδες
- closed fracture => Κλειστό κάταγμα
- closed curve => Κλειστή καμπύλη
- closed couplet => Κλειστό ζευγάρι
- closed corporation => Κλειστή ανώνυμη εταιρεία
- closed circuit => Κλειστό κύκλωμα
- closed chain => Κλειστή αλυσίδα
- closed book => κλειστό βιβλίο
- closed => Κλειστό
- close-bodied => Στενό
- closed interval => Κλειστό διάστημα
- closed loop => Κλειστός βρόχος
- closed primary => (Κλειστές προκριματικές εκλογές)
- closed session => κλειστή συνεδρίαση
- closed shop => Κλειστό κατάστημα
- closed universe => Κλειστό σύμπαν
- closed-angle glaucoma => Γλαύκωμα κλειστής γωνίας
- closed-captioned => κλειστό με τίτλους
- closed-chain => Κλειστή αλυσίδα
- closed-circuit => κλειστό κύκλωμα
Definitions and Meaning of closed in in English
closed in (s)
blocked against entry
FAQs About the word closed in
Κλειστό
blocked against entry
πλησίασε,έγκυος,ήρθε,εμφανίσθηκε,Κλειστό,Σχεδίασε,έφτασε,επιτεύχθηκε,χτύπημα,πλησίαζε
υποστηρίζεται (πίσω ή μακριά),υποχώρησε,συνταξιούχος,υποχώρησε,αποσύρθηκε,καθάρισε,αποθανών,βγήκε,Αριστερά,αναμμένος
closed gentian => κλειστό εντεριώδες, closed fracture => Κλειστό κάταγμα, closed curve => Κλειστή καμπύλη, closed couplet => Κλειστό ζευγάρι, closed corporation => Κλειστή ανώνυμη εταιρεία,