Greek Meaning of gained

κέρδισε

Other Greek words related to κέρδισε

Definitions and Meaning of gained in English

Webster

gained (imp. & p. p.)

of Gain

FAQs About the word gained

κέρδισε

of Gain

συσσωρευμένος,συλλεγμένοι,αποπληρωθέντα,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος,βελτιωμένο,ενθουσιασμένος,επεκταθεί,μεγάλωσε (σε),τοποθετημένος

μειωμένος (σε),χαμένος,αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,συρρικνώθηκε,έπεσε (σε),λιγότερο,μειώθηκε,βουτηγμένο,Κωνικός

gainage => Κέρδος, gainable => αποκτήσιμος, gain vigor => αποκτώ δύναμη, gain ground => Κερδίζω έδαφος, gain => κέρδος,