Greek Meaning of doubled (in)

διπλασιασμένος (σε)

Other Greek words related to διπλασιασμένος (σε)

Definitions and Meaning of doubled (in) in English

doubled (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word doubled (in)

διπλασιασμένος (σε)

μεγάλωσε (σε),τριπλασιασμένος (σε),αποπληρωθέντα,συσσωρευμένος,κατασκευασμένος,κέρδισε,συλλεγμένοι,παραλαβή,διεγερμένος,Συγκεντρώθηκε

μειωμένος (σε),χαμένος,αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,έπεσε (σε),μειώθηκε,βουτηγμένο,συρρικνώθηκε,λιγότερο,Κωνικός

doubled (back) => διπλασιασμένο (πίσω), double-crosses => διπλοπροσωπία, double-crossed => Διπλή προδοσία, double-cross => Διπλή προδοσία, double whammy => διπλό χτύπημα,