Greek Meaning of doubled (in)
διπλασιασμένος (σε)
Other Greek words related to διπλασιασμένος (σε)
Nearest Words of doubled (in)
- doubled (back) => διπλασιασμένο (πίσω)
- double-crosses => διπλοπροσωπία
- double-crossed => Διπλή προδοσία
- double-cross => Διπλή προδοσία
- double whammy => διπλό χτύπημα
- double doors => διπλές πόρτες
- double crosses => Διπλό σταυρό
- double binds => Διπλές δεσμεύσεις
- double (in) => διπλός (σε)
- double (back) => διπλό (πίσω)
- double-dealings => Δεν ξέρω διάφορα
- double-dome => Διπλός θόλος
- double-domes => διπλοί θόλοι
- double-talk => διπλωματία
- doubling (as) => Διπλασιασμός (ως)
- doubling (back) => Διπλασιασμός (επιστροφή)
- doubling (in) => διπλασιασμός (σε)
- doubted => αμφέβαλε
- doubtingly => με αμφιβολία
- doubtlessness => αναμφίβολα
Definitions and Meaning of doubled (in) in English
doubled (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word doubled (in)
διπλασιασμένος (σε)
μεγάλωσε (σε),τριπλασιασμένος (σε),αποπληρωθέντα,συσσωρευμένος,κατασκευασμένος,κέρδισε,συλλεγμένοι,παραλαβή,διεγερμένος,Συγκεντρώθηκε
μειωμένος (σε),χαμένος,αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,έπεσε (σε),μειώθηκε,βουτηγμένο,συρρικνώθηκε,λιγότερο,Κωνικός
doubled (back) => διπλασιασμένο (πίσω), double-crosses => διπλοπροσωπία, double-crossed => Διπλή προδοσία, double-cross => Διπλή προδοσία, double whammy => διπλό χτύπημα,