FAQs About the word doubling (back)

Διπλασιασμός (επιστροφή)

to turn around and return on the same path

επιστροφή,απενεργοποιώ,αποκλίνουσα,αποκλίνουσες,ξέστρεμμα,κούνια,τακάρισμα,στρίβω,ζιγκ-ζαγκ

No antonyms found.

doubling (as) => Διπλασιασμός (ως), double-talk => διπλωματία, double-domes => διπλοί θόλοι, double-dome => Διπλός θόλος, double-dealings => Δεν ξέρω διάφορα,