Greek Meaning of swerving
ξέστρεμμα
Other Greek words related to ξέστρεμμα
- στρίβω
- καμπύλος
- κάμψη
- υπόκλιση
- σπάσιμο
- κυκλοφορία
- καμπυλώνω
- Κοπή
- κούρεμα
- σάρωση
- στροφή
- Στρέβλωση
- πλανόδιος
- Ύφανση
- χασμουρητό
- ζιγκ-ζαγκ
- ζιγκ αν ζαγκ
- αντιμέτωπος
- "τόξο"
- περιτύλιγμα
- κάμψη
- curling
- αποκλίνουσα
- εθιστικό
- βρόχος
- στροφέας
- στρογγυλοποίηση
- Στρέβλωση
- Περιστροφή
- περιστροφή
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- περιπλανώμενος
- διστακτικός
- τσουλώντας
- περιέλιξη
- ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of swerving
Definitions and Meaning of swerving in English
swerving (n)
the act of turning aside suddenly
FAQs About the word swerving
ξέστρεμμα
the act of turning aside suddenly
στρίβω,καμπύλος,κάμψη,υπόκλιση,σπάσιμο,κυκλοφορία,καμπυλώνω,Κοπή,κούρεμα,σάρωση
ίσιωμα
swerve => απόκλιση, swertia speciosa => Σουέρτσια η μεγαλοπρεπής, swertia perennia => Swertia perennis, swertia => γεντιανή, sweptwing => swept-wing,