Greek Meaning of turning
στροφή
Other Greek words related to στροφή
- στρεμμένος
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- στραβός
- κάμψη
- καμπύλος
- περιελισσόμενος
- περιτύλιγμα
- σγουρός
- curling
- καμπύλος
- καμπυλώνω
- μπλεγμένος
- Φτιαγμένος
- βρόχος
- βρόχος
- στρογγυλεμένο
- σπείρα
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- στροβιλισμένος
- σε σχήμα πλεξούδας
- περιπλεγμένος
- στρίβω
- Κυματοειδής
- Ύφανση
- περιέλιξη
- τιρμπουσόν
- ύπουλος
- ελικοειδής
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- Ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of turning
Definitions and Meaning of turning in English
turning (n)
the act of changing or reversing the direction of the course
act of changing in practice or custom
a shaving created when something is produced by turning it on a lathe
a movement in a new direction
the end-product created by shaping something on a lathe
the activity of shaping something on a lathe
FAQs About the word turning
στροφή
the act of changing or reversing the direction of the course, act of changing in practice or custom, a shaving created when something is produced by turning it
στρεμμένος,Στριμμένο,Στρέβλωση,στραβός,κάμψη,καμπύλος,περιελισσόμενος,περιτύλιγμα,σγουρός,curling
άμεσο,γραμμικός,δεξιά,ίσιος,απλός,αμέσως,ακλόνητος,ακαμψία,ξεσφιγμένος,ακλόνητος
turnicidae => Μακρυπούλια, turnery => στρογγύλισμα, turner's syndrome => Σύνδρομο Turner, turner => στρίφτη, turned out => αποδείχτηκε,