Greek Meaning of twined
σε σχήμα πλεξούδας
Other Greek words related to σε σχήμα πλεξούδας
- περιελισσόμενος
- μπλεγμένος
- Φτιαγμένος
- στροβιλισμένος
- στρεμμένος
- στροφή
- περιπλεγμένος
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- στραβός
- κάμψη
- καμπύλος
- περιτύλιγμα
- σγουρός
- curling
- καμπύλος
- καμπυλώνω
- βρόχος
- βρόχος
- στρογγυλεμένο
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- σπείρα
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- στρίβω
- Κυματοειδής
- Ύφανση
- περιέλιξη
- τιρμπουσόν
- ύπουλος
- ελικοειδής
- Ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of twined
- twilights => τα λυκόφωτα
- twigs => κλαδιά
- twigging => κλαδί
- twigged => το αντιλήφθηκα
- twiddling one's thumbs => γυρίζω το δαχτυλάκι μου
- twiddling => Πειράγματα
- twiddled one's thumbs => Περιτριγύριζε τους αντίχειρες
- twiddled => έπαιζε με
- twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου
- twiddle (with) => (πείραμα (με))
Definitions and Meaning of twined in English
twined
to twist together, a string made of two or more strands twisted together, a strong string of two or more strands twisted together, an act of twining, interlacing, or embracing, to cause to encircle or enfold something, to coil about a support, part, to stretch or move in a sinuous manner, to cause (one) to lose possession, a twined or interlaced part or object, to cause to be encircled, interlace, to coil or cause to coil around a support, to form by twisting
FAQs About the word twined
σε σχήμα πλεξούδας
to twist together, a string made of two or more strands twisted together, a strong string of two or more strands twisted together, an act of twining, interlacin
περιελισσόμενος,μπλεγμένος,Φτιαγμένος,στροβιλισμένος,στρεμμένος,στροφή,περιπλεγμένος,Στριμμένο,Στρέβλωση,στραβός
άμεσο,γραμμικός,δεξιά,ίσιος,απλός,αμέσως,ακαμψία,ξεσφιγμένος,άστροφος,ακλόνητος
twilights => τα λυκόφωτα, twigs => κλαδιά, twigging => κλαδί, twigged => το αντιλήφθηκα, twiddling one's thumbs => γυρίζω το δαχτυλάκι μου,