FAQs About the word wavy

Κυματοειδής

(of hair) having waves, uneven by virtue of having wrinkles or wavesRising or swelling in waves; full of waves., Playing to and fro; undulating; as, wavy flames

σγουρός,τσαλακωμένο,σγουρός,σγουρός,Κρεπού,σγουρός,κυματιστός,σγουρός,Κροκαλένια,κυματιστός

ίσιος,ίσιωσε,ξεσφιγμένος

wavure => κύμα, waving => κουνώντας, waviness => κυματισμός, wavey => κυματιστός, waveworn => φθαρμένο από τα κύματα,