FAQs About the word curled

σγουρός

(of hair) making curls or having been made to curl

σγουρός,Κυματοειδής,κυματιστός,τσαλακωμένο,σγουρός,Κροκαλένια,σγουρός,Κρεπού,σγουρός

κουτσός,ίσιος,ξεσφιγμένος,ψηλόλιγνος,ίσιωσε

curl up => κουλουριάζω, curl => μπούκλα, curium => κούριο, curitiba => Κουριτίμπα, curiousness => περιέργεια,