Greek Meaning of curliness
μπούκλες
Other Greek words related to μπούκλες
Nearest Words of curliness
- curling => curling
- curling iron => Μ巴μπιλί
- curly => σγουρός
- curly clematis => Κληματίς
- curly endive => σγουρό ραδίκι
- curly grass => Σγουρό χόρτο
- curly grass fern => Σγουρό χορτάρι φτέρη
- curly pondweed => ποτάμιον το σγουρό
- curly-coated => Σγουρά μαλλιά
- curly-coated retriever => Γκόλντεν ριτρίβερ με σγουρό τρίχωμα
Definitions and Meaning of curliness in English
curliness (n)
(of hair) a tendency to curl
FAQs About the word curliness
μπούκλες
(of hair) a tendency to curl
σγουρός,Κυματοειδής,Κρεπού,κυματιστός,τσαλακωμένο,σγουρός,Κροκαλένια,σγουρός,σγουρός
κουτσός,ίσιος,ψηλόλιγνος,ίσιωσε,ξεσφιγμένος
curlicue => Βόστρυχος, curlew sandpiper => Γυριστάρι, curlew => Γυαλόπατα, curler => λαστιχο, curled leaf pondweed => Ποταμόκτηνας ο σγουρός,