FAQs About the word curliness

μπούκλες

(of hair) a tendency to curl

σγουρός,Κυματοειδής,Κρεπού,κυματιστός,τσαλακωμένο,σγουρός,Κροκαλένια,σγουρός,σγουρός

κουτσός,ίσιος,ψηλόλιγνος,ίσιωσε,ξεσφιγμένος

curlicue => Βόστρυχος, curlew sandpiper => Γυριστάρι, curlew => Γυαλόπατα, curler => λαστιχο, curled leaf pondweed => Ποταμόκτηνας ο σγουρός,