Greek Meaning of uncurled

ξεσφιγμένος

Other Greek words related to ξεσφιγμένος

Definitions and Meaning of uncurled in English

Wordnet

uncurled (s)

not curled

not having been curled

FAQs About the word uncurled

ξεσφιγμένος

not curled, not having been curled

γραμμικός,ακαμψία,άστροφος,άμεσο,δεξιά,ίσιος,απλός,ακλόνητος,αμέσως,ακλόνητος

καμπύλος,περιελισσόμενος,σγουρός,καμπύλος,Φτιαγμένος,στρογγυλεμένο,σπείρα,στρεμμένος,στροφή,σε σχήμα πλεξούδας

uncurl => ξετυλίγω, uncured => άθεραπευτος, uncurbed => ανεξέλεγκτος, uncurbable => Αδάμαστος, uncurably => ανίατος,