Greek Meaning of uncultured

Ακαλλιέργητος

Other Greek words related to Ακαλλιέργητος

Definitions and Meaning of uncultured in English

Wordnet

uncultured (s)

(of persons) lacking art or knowledge

FAQs About the word uncultured

Ακαλλιέργητος

(of persons) lacking art or knowledge

Χοντρός,κοινός,χοντροκομμένος,ακατέργαστος,Αγενής,αγενής,χυδαίος,αγενής,αδέξιος,αηδιαστικός

αριστοκρατικός,πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,ζωηρός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,λείο,αυλικός,κομψός

unculture => ακαλλιέργητος, uncultivated => ακαλλιέργητος, uncultivatable => ακαλλιέργητος, uncultivable => Ακαλλιέργητο, uncult => ακαλλιέργητος,