Greek Meaning of cloddish
Αδέξιος
Other Greek words related to Αδέξιος
Nearest Words of cloddish
Definitions and Meaning of cloddish in English
cloddish (s)
heavy and dull and stupid
cloddish (a.)
Resembling clods; gross; low; stupid; boorish.
FAQs About the word cloddish
Αδέξιος
heavy and dull and stupidResembling clods; gross; low; stupid; boorish.
αγενής,αγενής,χωρίς τάξη,γελοίος,άξεστος,αγενής,Αγέλαστος,χυδαίος,αμήχανος,κτηνώδης
Καλλιεργούμενος,ζωηρός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,εκλεπτυσμένος,πολιτικός,κομψός,ευγενικός,αυλικός,ευγενικός
clod => βώλος, clockwork universe => Σύμπαν ωρολογίου μηχανισμού, clockwork => ρολόι, clockwise rotation => Περιστροφή δεξιόστροφα, clockwise => δεξιόστροφα,