Greek Meaning of ladylike
ευγενική
Other Greek words related to ευγενική
- προσεκτικός
- ιπποτικός
- πολιτικός
- πολιτισμένος
- προσεκτικός
- αυλικός
- κομψός
- γενναιοδωρος
- ζωηρός
- ευγενικός
- ιπποτικός
- ωραίο
- ευγενικός
- επίμονος
- στοχαστικός
- αποδεκτός
- κατάλληλος
- προσεκτικός, προσεκτική
- τελετουργικός
- Τελετουργικός
- ευγενικός
- ευγενικός
- ευπρεπής
- σεβαστικός
- υπάκουος
- επίσημος
- χαριτωμένος
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- κατάλληλος
- Κόκκινο χαλί
- εκλεπτυσμένος
- σεβαστός
- λείο
- ευγενικός
- υποτακτικός
- κατάλληλος
- λιπαρός
- Αστικός
- Ευγενής
- Φιλικός
- γινόμενος
- αρμόζων
- όπως πρέπει
- φιλικός
- Σωστό
- αξιοπρεπής
- χαρούμενος
- κατάλληλο
- κατάλληλος
- φιλικός
- λαμπρός
- καλός
- φιλόξενος
- συναντώ
- ευχάριστος
- σεβαστός
- δεξιά
- πρέπουσα
- κοινωνικός
- υποχωρητικός
- Θρασύς
- έντονος
- αγενής
- θρασύς
- θρασύς
- ανεπίσημος
- Αγενής
- αγενής
- απρόσεκτος
- αναιδής
- αγενής
- Θρασύς
- αναίσθητος
- ανεπίσημος
- θρασύς
- Αγενής
- θρασύς
- αναιδής
- απρόσεκτος
- άξεστος
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- χυδαίος
- αλαζόνας
- αγενής
- γελοίος
- Κακομαθημένος
- Αμαθής
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- απρεπής
- απρεπής
- άξεστος
- επιτηδευμένος
- ανεπίσημος
- ανάρμοστος
- θρασύς
- αγενής
- άκομψος
- θρασύς
- αδέξιος (a ðe ksios)
- ματαιόδοξος
- αυθάδης
- ακατάλληλος
- αγενής
Nearest Words of ladylike
- ladylikeness => (1) θηλυκότητα, (2) γυναικεία συμπεριφορά
- ladylove => αγαπημένη
- lady-of-the-night => Νυχτολούλουδο
- lady's bedstraw => Ριγανί
- lady's bower => Κλεματίς
- lady's cloth => γυναικείο ύφασμα
- lady's comb => χτένα για γυναίκες
- lady's cushion => Μαξιλαράκι για κυρίες
- lady's earrings => Σκουλαρίκια
- lady's finger => Μολοχία
Definitions and Meaning of ladylike in English
ladylike (s)
befitting a woman of good breeding
ladylike (a.)
Like a lady in appearance or manners; well-bred.
Becoming or suitable to a lady; as, ladylike manners.
Delicate; tender; feeble; effeminate.
FAQs About the word ladylike
ευγενική
befitting a woman of good breedingLike a lady in appearance or manners; well-bred., Becoming or suitable to a lady; as, ladylike manners., Delicate; tender; fee
προσεκτικός,ιπποτικός,πολιτικός,πολιτισμένος,προσεκτικός,αυλικός,κομψός,γενναιοδωρος,ζωηρός,ευγενικός
Θρασύς,έντονος,αγενής,θρασύς,θρασύς,ανεπίσημος,Αγενής,αγενής,απρόσεκτος,αναιδής
ladykin => Κυρία, lady-killing => γόης, lady-killer => Γυναικάς, lady-in-waiting => κυρία επί των τιμών, ladyhood => κυριότητα,