Greek Meaning of well-bred
Ευγενής
Other Greek words related to Ευγενής
- πολιτικός
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- προσεκτικός
- πολιτισμένος
- ευγενικός
- κομψός
- φιλικός
- γενναιοδωρος
- ζωηρός
- καλός
- χαριτωμένος
- ευγενικός
- ωραίο
- ευχάριστος
- σεβαστός
- σεβαστός
- στοχαστικός
- αποδεκτός
- Φιλικός
- κατάλληλος
- προσεκτικός, προσεκτική
- γινόμενος
- αρμόζων
- τελετουργικός
- Τελετουργικός
- ιπποτικός
- προσεκτικός
- φιλικός
- Σωστό
- αυλικός
- ευγενικός
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- σεβαστικός
- υπάκουος
- χαρούμενος
- κατάλληλο
- κατάλληλος
- επίσημος
- λαμπρός
- ευγενικός
- ιπποτικός
- φιλόξενος
- ταπεινός
- ευγενική
- συναντώ
- σεμνός
- κατάλληλος
- Κόκκινο χαλί
- εκλεπτυσμένος
- δεξιά
- πρέπουσα
- λείο
- κοινωνικός
- επίμονος
- ευγενικός
- υποτακτικός
- κατάλληλος
- λιπαρός
- Αστικός
- υποχωρητικός
- Θρασύς
- έντονος
- Αγενής
- αγενής
- απρόσεκτος
- Κακομαθημένος
- αναιδής
- αγενής
- Θρασύς
- αναίσθητος
- θρασύς
- Αγενής
- θρασύς
- απρόσεκτος
- άξεστος
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- χυδαίος
- αλαζόνας
- αγενής
- θρασύς
- θρασύς
- ανεπίσημος
- αγενής
- γελοίος
- Αμαθής
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- απρεπής
- ανεπίσημος
- άξεστος
- αναιδής
- ανάρμοστος
- αγενής
- άκομψος
- θρασύς
- αδέξιος (a ðe ksios)
- ματαιόδοξος
- απρεπής
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- ακατάλληλος
- ανεπίσημος
- αγενής
- θρασύς
Nearest Words of well-bred
- well-chosen => καλά επιλεγμένος
- well-conducted => καλά εκτελεσμένο
- well-connected => καλά συνδεδεμένος
- well-defined => καλά καθορισμένο
- well-disposed => Ευγενής
- welldoer => ευεργέτης
- welldoing => καλό έργο
- well-done => καλά καμωμένο
- welldrain => καλά στραγγιζόμενο
- welldrained => καλά αποστραγγιζόμενο
Definitions and Meaning of well-bred in English
well-bred (s)
of good upbringing
well-bred (a.)
Having good breeding; refined in manners; polite; cultivated.
FAQs About the word well-bred
Ευγενής
of good upbringingHaving good breeding; refined in manners; polite; cultivated.
πολιτικός,φιλεύσπλαχνος,ευγενικός,προσεκτικός,πολιτισμένος,ευγενικός,κομψός,φιλικός,γενναιοδωρος,ζωηρός
Θρασύς,έντονος,Αγενής,αγενής,απρόσεκτος,Κακομαθημένος,αναιδής,αγενής,Θρασύς,αναίσθητος
well-branched => καλά διακλαδισμένος, well-bound => Καλά δεμένος, well-born => ευγενής, wellborn => Ευγενής, well-being => ευεξία,