Greek Meaning of submissive

υποτακτικός

Other Greek words related to υποτακτικός

Definitions and Meaning of submissive in English

Wordnet

submissive (a)

inclined or willing to submit to orders or wishes of others or showing such inclination

Wordnet

submissive (s)

abjectly submissive; characteristic of a slave or servant

FAQs About the word submissive

υποτακτικός

inclined or willing to submit to orders or wishes of others or showing such inclination, abjectly submissive; characteristic of a slave or servant

υπάκουος,Επιδεκτικός,υπάκουος,συμβατός,Συμφωνούσα,υπάκουος,ήπιος,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,μαλακός

δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,πεισματάρης,απείθαρχος,αδάμαστος,στασιαστικός,μη συμμορφωμένο

submission => υποβολή, submersion => εμβάπτιση, submersible warship => Υποβρύχιο, submersible => υποβρύχιο, submersed => βυθισμένος,