Greek Meaning of inhibited
ανασταλμένος
Other Greek words related to ανασταλμένος
Nearest Words of inhibited
Definitions and Meaning of inhibited in English
inhibited (a)
held back or restrained or prevented
inhibited (imp. & p. p.)
of Inhibit
FAQs About the word inhibited
ανασταλμένος
held back or restrained or preventedof Inhibit
απόμακρος,Εσωστρεφής,κρατημένος,συγκρατημένος,εγκάρδιος,λακωνικός,συγκρατημένος,σιωπηλός,σιωπηλός,σιωπηλός
κουβεντιάζω,κοινωτικός,συνομιλίας,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά,κουβεντολόγος,φλύαρος,Ανέκφραστος,φωνητικός
inhibit => αναστέλλω, inhiation => Εισπνοή, inhesion => έμφυση, inherse => νεκροφόρα, inheritrix => κληρονόμος,