Greek Meaning of sheepish
ντροπιασμένος
Other Greek words related to ντροπιασμένος
- ντροπαλός
- μόνος
- ντροπαλός
- αποσυρμένος
- αντικοινωνικός
- αμήχανος
- οπισθοδρομικός
- ντροπαλός
- κόσμιος
- διστακτικός
- Αμήχανος
- Εσωστρεφής
- σεμνός
- υπολειπόμενος
- συνταξιοδότηση
- ταπεινός
- ανασταλμένος
- μοναχικός λύκος
- κρατημένος
- συνειδητός
- δειλός
- μη διεκδικητικός
- ανήσυχος
- μη επιχειρηματίας
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- Καθηλωμένος
Nearest Words of sheepish
Definitions and Meaning of sheepish in English
sheepish (s)
like or suggestive of a sheep in docility or stupidity or meekness or timidity
showing a sense of shame
sheepish (a.)
Of or pertaining to sheep.
Like a sheep; bashful; over-modest; meanly or foolishly diffident; timorous to excess.
FAQs About the word sheepish
ντροπιασμένος
like or suggestive of a sheep in docility or stupidity or meekness or timidity, showing a sense of shameOf or pertaining to sheep., Like a sheep; bashful; over-
ντροπαλός,μόνος,ντροπαλός,αποσυρμένος,αντικοινωνικός,αμήχανος,οπισθοδρομικός,ντροπαλός,κόσμιος,διστακτικός
φιλικός,Φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,κοινωνικός,άσεμνος,εξωστρεφής,κοινωνικός,έντονος,δώρο
sheephook => ποιμενικό ραβδί, sheepherder => βοσκός, sheep-headed => με κεφάλι προβάτου, sheepfold => μάντρα / προβάτομανδρα, sheep-faced => προβειοπρόσωπος,