Greek Meaning of recessive
υπολειπόμενος
Other Greek words related to υπολειπόμενος
- Εσωστρεφής
- μόνος
- ντροπαλός
- αποσυρμένος
- αντικοινωνικός
- αμήχανος
- οπισθοδρομικός
- ντροπαλός
- ντροπαλός
- κόσμιος
- διστακτικός
- σεμνός
- κρατημένος
- συνταξιοδότηση
- ταπεινός
- ντροπιασμένος
- μη διεκδικητικός
- Αμήχανος
- ανασταλμένος
- μοναχικός λύκος
- συνειδητός
- δειλός
- ανήσυχος
- μη επιχειρηματίας
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- Καθηλωμένος
Nearest Words of recessive
- recessive allele => Υπολειπόμενο αλληλόμορφο
- recessive gene => υπολειπόμενο γονίδιο
- rechabite => Ρεχαβίτες
- rechange => ανταλλακτικό εξάρτημα
- recharge => επαναφόρτιση
- rechargeable => Επαναφορτιζόμενο
- recharter => ανανέωση του καταστατικού
- rechase => Ξανασκάψτε
- rechauffe => Επαναθέρμανση
- recheat => ξαναζεσταμένος
Definitions and Meaning of recessive in English
recessive (n)
an allele that produces its characteristic phenotype only when its paired allele is identical
recessive (a)
of or pertaining to a recession
(of genes) producing its characteristic phenotype only when its allele is identical
recessive (a.)
Going back; receding.
FAQs About the word recessive
υπολειπόμενος
an allele that produces its characteristic phenotype only when its paired allele is identical, of or pertaining to a recession, (of genes) producing its charact
Εσωστρεφής,μόνος,ντροπαλός,αποσυρμένος,αντικοινωνικός,αμήχανος,οπισθοδρομικός,ντροπαλός,ντροπαλός,κόσμιος
φιλικός,Φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,δυναμικός,κοινωνικός,άσεμνος,εξωστρεφής,κοινωνικός,έντονος
recessionary => ύφεσης, recessional march => Έξοδος, recessional => υποχωρητικό, recession => ύφεση, recessing => εσοχή,