Greek Meaning of recheat
ξαναζεσταμένος
Other Greek words related to ξαναζεσταμένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of recheat
- rechauffe => Επαναθέρμανση
- rechase => Ξανασκάψτε
- recharter => ανανέωση του καταστατικού
- rechargeable => Επαναφορτιζόμενο
- recharge => επαναφόρτιση
- rechange => ανταλλακτικό εξάρτημα
- rechabite => Ρεχαβίτες
- recessive gene => υπολειπόμενο γονίδιο
- recessive allele => Υπολειπόμενο αλληλόμορφο
- recessive => υπολειπόμενος
Definitions and Meaning of recheat in English
recheat (n.)
A strain given on the horn to call back the hounds when they have lost track of the game.
recheat (v. i.)
To blow the recheat.
FAQs About the word recheat
ξαναζεσταμένος
A strain given on the horn to call back the hounds when they have lost track of the game., To blow the recheat.
No synonyms found.
No antonyms found.
rechauffe => Επαναθέρμανση, rechase => Ξανασκάψτε, recharter => ανανέωση του καταστατικού, rechargeable => Επαναφορτιζόμενο, recharge => επαναφόρτιση,