Greek Meaning of recharter

ανανέωση του καταστατικού

Other Greek words related to ανανέωση του καταστατικού

Definitions and Meaning of recharter in English

Webster

recharter (n.)

A second charter; a renewal of a charter.

Webster

recharter (v. t.)

To charter again or anew; to grant a second or another charter to.

FAQs About the word recharter

ανανέωση του καταστατικού

A second charter; a renewal of a charter., To charter again or anew; to grant a second or another charter to.

εγκρίνω,πιστοποιητικό,βεβαιώνω,χάρτης,Νομιμοποιώ,άδεια,επικυρώνω,Επαναπιστοποίηση,επαναφέρω,επαναπιστοποίηση

απενεργοποίηση,αποκλείω,απαγορεύω,στέρηση δικαιωμάτων,απαγορεύω,ακυρώνω,ακυρώνω,απαγορεύω,ανακαλώ την πιστοποίηση,αφαιρώ την εξουσία

rechargeable => Επαναφορτιζόμενο, recharge => επαναφόρτιση, rechange => ανταλλακτικό εξάρτημα, rechabite => Ρεχαβίτες, recessive gene => υπολειπόμενο γονίδιο,