Greek Meaning of recertify
επαναπιστοποίηση
Other Greek words related to επαναπιστοποίηση
- πιστοποιητικό
- βεβαιώνω
- Νομιμοποιώ
- επικυρώνω
- Επαναπιστοποίηση
- επαναφέρω
- ανανέωση του καταστατικού
- ανανεώνω
- κυρώσεις
- επικυρώνω
- διαπιστεύω
- εγκρίνω
- χάρτης
- ενεργοποιήστε
- Εγκρίνει
- εγκρίνω
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- ένταλμα
- επιτρέψω
- εξουσιοδοτώ
- ενδυναμώνω
- δικαίωμα ψήφου
- δικαιούμαι
- άδεια
- προνόμιο
- πληροί τις προϋποθέσεις
Nearest Words of recertify
- recertified => επαναπιστοποιημένο
- receptions => δεξιώσεις
- receives => λαμβάνει
- receded (from) => υποχώρησε (από)
- recede (from) => υποχωρεί (από)
- recategorizing => επανακατηγοριοποίηση
- recategorized => επανακατηγοριοποιημένος
- recategorize => επανακατηγοριοποίηση
- recapturing => Ανακατάληψη
- recaptured => Ανακαταληφθείς
Definitions and Meaning of recertify in English
recertify
to certify again
FAQs About the word recertify
επαναπιστοποίηση
to certify again
πιστοποιητικό,βεβαιώνω,Νομιμοποιώ,επικυρώνω,Επαναπιστοποίηση,επαναφέρω,ανανέωση του καταστατικού,ανανεώνω,κυρώσεις,επικυρώνω
απενεργοποίηση,αποκλείω,ανακαλώ την πιστοποίηση,στέρηση δικαιωμάτων,απαγορεύω,ακυρώνω,απαγορεύω,αφαιρώ την εξουσία,ακυρώνω,απαγορεύω
recertified => επαναπιστοποιημένο, receptions => δεξιώσεις, receives => λαμβάνει, receded (from) => υποχώρησε (από), recede (from) => υποχωρεί (από),