Greek Meaning of decertify

ανακαλώ την πιστοποίηση

Other Greek words related to ανακαλώ την πιστοποίηση

Definitions and Meaning of decertify in English

Wordnet

decertify (v)

cause to be no longer approved or accepted

FAQs About the word decertify

ανακαλώ την πιστοποίηση

cause to be no longer approved or accepted

αποκλείω,ακυρώνω,ακυρώνω,απονομιμοποιώ,απαγορεύω,απενεργοποίηση,απαγορεύω,αφαιρώ την εξουσία,στέρηση δικαιωμάτων,απαγορεύω

εγκρίνω,εξουσιοδοτώ,δικαιούμαι,προνόμιο,πληροί τις προϋποθέσεις,ενεργοποιήστε,Εγκρίνει,εγκρίνω,ενδυναμώνω,δικαίωμα ψήφου

decertation => απόκρουση, decerption => εξαπάτηση, decerptible => απορριπτέος, decerpt => απόσπασμα, decerp => αποστέλλω,