Greek Meaning of disempower

αφαιρώ την εξουσία

Other Greek words related to αφαιρώ την εξουσία

Definitions and Meaning of disempower in English

Webster

disempower (v. t.)

To deprive of power; to divest of strength.

FAQs About the word disempower

αφαιρώ την εξουσία

To deprive of power; to divest of strength.

απενεργοποίηση,στέρηση δικαιωμάτων,αποκλείω,απαγορεύω,ακυρώνω,ακυρώνω,απαγορεύω,ανακαλώ την πιστοποίηση,απονομιμοποιώ,απαγορεύω

εξουσιοδοτώ,ενδυναμώνω,ενεργοποιήστε,δικαιούμαι,προνόμιο,πληροί τις προϋποθέσεις,εγκρίνω,άδεια,Εγκρίνει,δικαίωμα ψήφου

disemployment => απόλυση, disemploy => απολύω, disembroiling => απομάγευση, disembroiled => απομπλακεί, disembroil => ξεκαθαρίζω,