Greek Meaning of decidable
απoφασίσιμο
Other Greek words related to απoφασίσιμο
- επιλέγω
- καθορίζω
- σχήμα
- Επιλογή
- αποφασίζω
- Συμπεραίνουμε
- βρίσκω
- διαλέγω
- εγκατασταθεί (σε ή επάνω)
- κρίνω
- αποφασίζω
- Διαιτητεύω
- εξετάζω
- αναλογίζομαι
- επιλέγω
- συζήτηση
- διάταγμα
- εκλέγω
- επιλέγω με το χέρι
- Κριτής
- όνομα
- στοχάζομαι
- προτιμώ
- Κανόνας
- κανόνας (σε)
- επιλέξτε
- (επιλέγω) μοναδικό
- Μελέτη
- σκέφτομαι (κάτι ή για κάτι)
- ζυγίζω
Nearest Words of decidable
Definitions and Meaning of decidable in English
decidable (a.)
Capable of being decided; determinable.
FAQs About the word decidable
απoφασίσιμο
Capable of being decided; determinable.
επιλέγω,καθορίζω,σχήμα,Επιλογή,αποφασίζω,Συμπεραίνουμε,βρίσκω,διαλέγω,εγκατασταθεί (σε ή επάνω),κρίνω
αποχή,πτώση,Διστάζω,αρνούμαι,απορρίπτω,καθυστέρηση,σταματώ,περίπτερο,χρονοτριβώ,απορρίπτω
decibel => Ντεσιμπέλ, deciare => στρέμμα, dechristianizing => Απογχριστιανισμός, dechristianized => αποχριστιανισμένος, dechristianize => αποχριστιανίζω,