Greek Meaning of decidable

απoφασίσιμο

Other Greek words related to απoφασίσιμο

Definitions and Meaning of decidable in English

Webster

decidable (a.)

Capable of being decided; determinable.

FAQs About the word decidable

απoφασίσιμο

Capable of being decided; determinable.

επιλέγω,καθορίζω,σχήμα,Επιλογή,αποφασίζω,Συμπεραίνουμε,βρίσκω,διαλέγω,εγκατασταθεί (σε ή επάνω),κρίνω

αποχή,πτώση,Διστάζω,αρνούμαι,απορρίπτω,καθυστέρηση,σταματώ,περίπτερο,χρονοτριβώ,απορρίπτω

decibel => Ντεσιμπέλ, deciare => στρέμμα, dechristianizing => Απογχριστιανισμός, dechristianized => αποχριστιανισμένος, dechristianize => αποχριστιανίζω,