Greek Meaning of contemplate
αναλογίζομαι
Other Greek words related to αναλογίζομαι
- εξετάζω
- συζήτηση
- Διασκέδαση
- στοχάζομαι
- ερώτηση
- Μελέτη
- αναλύω
- σκέφτομαι
- εσκεμμένος
- εξερευνώ
- μάτι
- δείτε
- διαλογίζομαι
- κριτική
- περιστρέφω
- στοχάζομαι
- ζυγίζω
- μασάω
- σκέφτομαι
- σκέφτομαι (κάτι ή για κάτι)
- παλεύω (με)
- απορροφώ
- αφομοιωθεί
- πιστεύω
- μασάω
- συλλαμβάνω
- Συμπεραίνουμε
- χωνεύω
- κλοτσάνε
- εκφράζω γνώμη
- κάθετος
- λόγος
- Θυμάμαι
- δεύτερη εικασία
- σειρά
- βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- σκέφτεται (για κάτι ή υπερβολικά)
- Ξύνω τα μυαλά μου (για)
- εστιάζω σε
- επικεντρώνομαι (σε ή πάνω)
- ανησυχώ (για ή πάνω)
- συλλογίζομαι
- (Εμμονικός (με κάτι ή κάποιον
- εξετάζω
- προβληματίζομαι (πάνω σε ή για)
- εικάζω (για)
Nearest Words of contemplate
- contemn => περιφρονώ
- conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
- conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα
- conte => κόμης
- contaminative => Μολυσματικός
- contamination => Μόλυνση
- contaminating => μολυσματική
- contaminated => Μολυσμένος
- contaminate => μολύνω
- contaminant => ρύπος
- contemplation => στοχασμός
- contemplative => στοχαστικός
- contemplativeness => Στοχαστικότητα
- contemporaneity => συγχρονικότητα
- contemporaneous => σύγχρονος
- contemporaneously => Ταυτόχρονα
- contemporaneousness => συγχρονισμός
- contemporaries => σύγχρονοι
- contemporary => Σύγχρονο
- contemporary world => Σύγχρονος κόσμος
Definitions and Meaning of contemplate in English
contemplate (v)
look at thoughtfully; observe deep in thought
consider as a possibility
think intently and at length, as for spiritual purposes
reflect deeply on a subject
FAQs About the word contemplate
αναλογίζομαι
look at thoughtfully; observe deep in thought, consider as a possibility, think intently and at length, as for spiritual purposes, reflect deeply on a subject
εξετάζω,συζήτηση,Διασκέδαση,στοχάζομαι,ερώτηση,Μελέτη,αναλύω,σκέφτομαι,εσκεμμένος,εξερευνώ
αδιαφορία,παραβλέπω,ελαφρύ,απολύω,απορρίπτω,υποτιμώ,κακά
contemn => περιφρονώ, conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα, conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα, conte => κόμης, contaminative => Μολυσματικός,