Greek Meaning of contemplativeness

Στοχαστικότητα

Other Greek words related to Στοχαστικότητα

Definitions and Meaning of contemplativeness in English

Wordnet

contemplativeness (n)

deep serious thoughtfulness

FAQs About the word contemplativeness

Στοχαστικότητα

deep serious thoughtfulness

Διαλογικός,μελαγχολία,στοχαστικός,φιλοσοφικός,Φιλοσοφικός,ανακλαστικός,στοχαστικός,Αναλυτικός,κλώσσα,νοητικός

ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,ανόητος,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος,απρόσεκτος

contemplative => στοχαστικός, contemplation => στοχασμός, contemplate => αναλογίζομαι, contemn => περιφρονώ, conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα,