Greek Meaning of contaminative
Μολυσματικός
Other Greek words related to Μολυσματικός
Nearest Words of contaminative
- contamination => Μόλυνση
- contaminating => μολυσματική
- contaminated => Μολυσμένος
- contaminate => μολύνω
- contaminant => ρύπος
- containment => Περιορισμός
- containership => Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
- containerize => εμπορευματοκιβωτιοποίηση
- containerise => εμπορευματοκιβωτιοποίηση
- containerful => εμπορευματοκιβώτιο
- conte => κόμης
- conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα
- conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
- contemn => περιφρονώ
- contemplate => αναλογίζομαι
- contemplation => στοχασμός
- contemplative => στοχαστικός
- contemplativeness => Στοχαστικότητα
- contemporaneity => συγχρονικότητα
- contemporaneous => σύγχρονος
Definitions and Meaning of contaminative in English
contaminative (s)
making impure by contact or mixing
FAQs About the word contaminative
Μολυσματικός
making impure by contact or mixing
ρυπαίνω,μολύνω,βεβηλώνω,κηλίδα,νοθεύω,λερώνω,μαύρισμα,Αραίωση,φάουλ,χαλάω
διευκρινίζω,Καθαρός,καθαρίζω,σαφής,κάθαρση,καθαρίζω,απολυμαίνω,Απολυμαίνω,Αποστάζω,φίλτρο
contamination => Μόλυνση, contaminating => μολυσματική, contaminated => Μολυσμένος, contaminate => μολύνω, contaminant => ρύπος,