Greek Meaning of contaminate

μολύνω

Other Greek words related to μολύνω

Definitions and Meaning of contaminate in English

Wordnet

contaminate (v)

make impure

make radioactive by adding radioactive material

FAQs About the word contaminate

μολύνω

make impure, make radioactive by adding radioactive material

ρυπαίνω,μολύνω,βεβηλώνω,κηλίδα,νοθεύω,λερώνω,μαύρισμα,Αραίωση,φάουλ,χαλάω

διευκρινίζω,Καθαρός,καθαρίζω,σαφής,κάθαρση,καθαρίζω,απολυμαίνω,Απολυμαίνω,Αποστάζω,φίλτρο

contaminant => ρύπος, containment => Περιορισμός, containership => Εμπορευματοκιβωτιοφόρο, containerize => εμπορευματοκιβωτιοποίηση, containerise => εμπορευματοκιβωτιοποίηση,