Greek Meaning of containership
Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
Other Greek words related to Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
- αεροπλανοφόρο
- αργώ
- φορτηγίδα
- κολιέ
- Κορβέτα
- καταδρομικό
- κόφτης
- Φέρι
- ναυαρχίδα
- Φορτηγό πλοίο
- Φαρόπλοιο
- επένδυση
- Πολεμικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- πλοίο
- ατμόπλοιο
- Ατμόπλοιο
- Supertanker
- Δεξαμενόπλοιο
- έμπορος
- μεταφορά
- Πολεμικό πλοίο
- Σκάφος
- Μηχανοκίνητο πλοίο
- Υπερωκεάνιο
- Μπάρκο
- Πλοίο
- μπριγκαντίνι
- ποτήρι
- αντιτορπιλικό
- παγοθραυστικό
- θωρηκτό
- καρίνα
- πακέτο
- σκάφος ιστιοφόρο
- σκούνα
- αλήτης
- πλοίο
- Γιοτ
- πολεμικό πλοίο
- γαβγίζω
- μπρίκι
- καραβέλα
- νυχοκόπτης
- σκουπίδια
- Κέτς
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- Ιστιοφόρο
- ζεμπέκικο
- Ψηλό καράβι
Nearest Words of containership
- containerize => εμπορευματοκιβωτιοποίηση
- containerise => εμπορευματοκιβωτιοποίηση
- containerful => εμπορευματοκιβώτιο
- container vessel => Πλοίο εμπορευματοκιβωτίων
- container ship => Εμπορευματοκιβωτιοφόρο πλοίο
- container => εμπορευματοκιβώτιο
- contained => περιεχομενη
- contain => περιέχει
- contagiously => Μεταδοτικά
- contagious disease => Μεταδοτική νόσος
- containment => Περιορισμός
- contaminant => ρύπος
- contaminate => μολύνω
- contaminated => Μολυσμένος
- contaminating => μολυσματική
- contamination => Μόλυνση
- contaminative => Μολυσματικός
- conte => κόμης
- conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα
- conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
Definitions and Meaning of containership in English
containership (n)
a cargo ship designed to hold containerized cargoes
FAQs About the word containership
Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
a cargo ship designed to hold containerized cargoes
αεροπλανοφόρο,αργώ,φορτηγίδα,κολιέ,Κορβέτα,καταδρομικό,κόφτης,Φέρι,ναυαρχίδα,Φορτηγό πλοίο
No antonyms found.
containerize => εμπορευματοκιβωτιοποίηση, containerise => εμπορευματοκιβωτιοποίηση, containerful => εμπορευματοκιβώτιο, container vessel => Πλοίο εμπορευματοκιβωτίων, container ship => Εμπορευματοκιβωτιοφόρο πλοίο,