Greek Meaning of warship
Πολεμικό πλοίο
Other Greek words related to Πολεμικό πλοίο
- αεροπλανοφόρο
- αργώ
- φορτηγίδα
- ποτήρι
- κολιέ
- Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
- Κορβέτα
- καταδρομικό
- κόφτης
- αντιτορπιλικό
- Φέρι
- ναυαρχίδα
- Φορτηγό πλοίο
- παγοθραυστικό
- θωρηκτό
- Φαρόπλοιο
- επένδυση
- Πολεμικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- πλοίο
- ατμόπλοιο
- Ατμόπλοιο
- Supertanker
- Δεξαμενόπλοιο
- έμπορος
- αλήτης
- μεταφορά
- Σκάφος
- Μηχανοκίνητο πλοίο
- Υπερωκεάνιο
- Μπάρκο
- Πλοίο
- μπρίκι
- μπριγκαντίνι
- καραβέλα
- καρίνα
- πακέτο
- σκάφος ιστιοφόρο
- σκούνα
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- πλοίο
- Γιοτ
- πολεμικό πλοίο
- γαβγίζω
- νυχοκόπτης
- σκουπίδια
- Κέτς
- Ιστιοφόρο
- ζεμπέκικο
- Ψηλό καράβι
Nearest Words of warship
Definitions and Meaning of warship in English
warship (n)
a government ship that is available for waging war
FAQs About the word warship
Πολεμικό πλοίο
a government ship that is available for waging war
αεροπλανοφόρο,αργώ,φορτηγίδα,ποτήρι,κολιέ,Εμπορευματοκιβωτιοφόρο,Κορβέτα,καταδρομικό,κόφτης,αντιτορπιλικό
No antonyms found.
warsaw => Βαρσοβία, wars of the roses => Πόλεμοι των Ρόδων, warry => ανήσυχος, warriorlike => πολεμικός, warrioress => Πολεμίστρια,