Greek Meaning of tanker
Δεξαμενόπλοιο
Other Greek words related to Δεξαμενόπλοιο
- αεροπλανοφόρο
- αργώ
- φορτηγίδα
- κολιέ
- Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
- Κορβέτα
- καταδρομικό
- κόφτης
- Φέρι
- ναυαρχίδα
- Φορτηγό πλοίο
- Φαρόπλοιο
- επένδυση
- Πολεμικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- πλοίο
- ατμόπλοιο
- Ατμόπλοιο
- Supertanker
- έμπορος
- αλήτης
- μεταφορά
- Πολεμικό πλοίο
- Σκάφος
- Μηχανοκίνητο πλοίο
- Υπερωκεάνιο
- Μπάρκο
- Πλοίο
- μπρίκι
- ποτήρι
- αντιτορπιλικό
- παγοθραυστικό
- θωρηκτό
- καρίνα
- πακέτο
- σκάφος ιστιοφόρο
- σκούνα
- πλοίο
- Γιοτ
- πολεμικό πλοίο
- γαβγίζω
- μπριγκαντίνι
- καραβέλα
- νυχοκόπτης
- σκουπίδια
- Κέτς
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- Ιστιοφόρο
- ζεμπέκικο
- Ψηλό καράβι
Nearest Words of tanker
Definitions and Meaning of tanker in English
tanker (n)
a cargo ship designed to carry crude oil in bulk
a soldier who drives a tank
FAQs About the word tanker
Δεξαμενόπλοιο
a cargo ship designed to carry crude oil in bulk, a soldier who drives a tank
αεροπλανοφόρο,αργώ,φορτηγίδα,κολιέ,Εμπορευματοκιβωτιοφόρο,Κορβέτα,καταδρομικό,κόφτης,Φέρι,ναυαρχίδα
No antonyms found.
tankard => στάμνα, tankage => Δεξαμενή, tanka => Τάνκα, tank vessel => Δεξαμενόπλοιο, tank top => Φανελάκι,