Greek Meaning of merchantman
Εμπορικό πλοίο
Other Greek words related to Εμπορικό πλοίο
- αεροπλανοφόρο
- αργώ
- φορτηγίδα
- κολιέ
- Εμπορευματοκιβωτιοφόρο
- Κορβέτα
- καταδρομικό
- κόφτης
- αντιτορπιλικό
- Φέρι
- ναυαρχίδα
- Φορτηγό πλοίο
- θωρηκτό
- Φαρόπλοιο
- επένδυση
- Πολεμικό πλοίο
- Εμπορικό πλοίο
- πλοίο
- ατμόπλοιο
- Ατμόπλοιο
- Supertanker
- Δεξαμενόπλοιο
- έμπορος
- αλήτης
- μεταφορά
- Πολεμικό πλοίο
- Σκάφος
- Μηχανοκίνητο πλοίο
- Υπερωκεάνιο
- Μπάρκο
- Πλοίο
- μπρίκι
- μπριγκαντίνι
- καραβέλα
- ποτήρι
- παγοθραυστικό
- καρίνα
- πακέτο
- σκάφος ιστιοφόρο
- σκούνα
- πλοίο
- Γιοτ
- πολεμικό πλοίο
- γαβγίζω
- νυχοκόπτης
- σκουπίδια
- Κέτς
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- Ιστιοφόρο
- ζεμπέκικο
- Ψηλό καράβι
Nearest Words of merchantman
- merchantly => εμπορικά
- merchantable => Εμπορεύσιμο
- merchantability => εμπορευσιμότητα
- merchant vessels => Εμπορικά πλοία
- merchant ship => Εμπορικό πλοίο
- merchant marine => εμπορικό ναυτικό
- merchant bank => Εμπορική τράπεζα
- merchant => έμπορος
- merchandry => Εμπορεύματα
- merchandising => εμπορευματοποίηση
Definitions and Meaning of merchantman in English
merchantman (n)
a cargo ship
merchantman (n.)
A merchant.
A trading vessel; a ship employed in the transportation of goods, as, distinguished from a man-of-war.
FAQs About the word merchantman
Εμπορικό πλοίο
a cargo shipA merchant., A trading vessel; a ship employed in the transportation of goods, as, distinguished from a man-of-war.
αεροπλανοφόρο,αργώ,φορτηγίδα,κολιέ,Εμπορευματοκιβωτιοφόρο,Κορβέτα,καταδρομικό,κόφτης,αντιτορπιλικό,Φέρι
No antonyms found.
merchantly => εμπορικά, merchantable => Εμπορεύσιμο, merchantability => εμπορευσιμότητα, merchant vessels => Εμπορικά πλοία, merchant ship => Εμπορικό πλοίο,