Greek Meaning of merciable
αξιολύπητος
Other Greek words related to αξιολύπητος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of merciable
- merchant-venturer => έμπορος-περιπετειώδης
- merchantry => Εμπόριο
- merchantmen => έμποροι
- merchantman => Εμπορικό πλοίο
- merchantly => εμπορικά
- merchantable => Εμπορεύσιμο
- merchantability => εμπορευσιμότητα
- merchant vessels => Εμπορικά πλοία
- merchant ship => Εμπορικό πλοίο
- merchant marine => εμπορικό ναυτικό
Definitions and Meaning of merciable in English
merciable (a.)
Merciful.
FAQs About the word merciable
αξιολύπητος
Merciful.
No synonyms found.
No antonyms found.
merchant-venturer => έμπορος-περιπετειώδης, merchantry => Εμπόριο, merchantmen => έμποροι, merchantman => Εμπορικό πλοίο, merchantly => εμπορικά,