Greek Meaning of merchantability
εμπορευσιμότητα
Other Greek words related to εμπορευσιμότητα
Nearest Words of merchantability
- merchant vessels => Εμπορικά πλοία
- merchant ship => Εμπορικό πλοίο
- merchant marine => εμπορικό ναυτικό
- merchant bank => Εμπορική τράπεζα
- merchant => έμπορος
- merchandry => Εμπορεύματα
- merchandising => εμπορευματοποίηση
- merchandiser => έμπορος
- merchandised => εμπορευματοποιημένο
- merchandise => εμπορεύματα
Definitions and Meaning of merchantability in English
merchantability (n)
the state of being fit for market; ready to be bought or sold
FAQs About the word merchantability
εμπορευσιμότητα
the state of being fit for market; ready to be bought or sold
ακριβός,Εμπορεύσιμα,Κερδοφόρος,εμπορεύσιμο,εμπορεύσιμο,πωλητό,πολύτιμος,εμπορικός,καλό,πολύτιμος
κατεστραμμένος,Ακατάλληλο για εμπόριο,μη πωλήσιμο,κακός,φτηνός,κατώτερος,ακατάλληλος προς πώληση,φθαρμένος,Κατώτερος του επιπέδου,ανικανοποίητος
merchant vessels => Εμπορικά πλοία, merchant ship => Εμπορικό πλοίο, merchant marine => εμπορικό ναυτικό, merchant bank => Εμπορική τράπεζα, merchant => έμπορος,