Greek Meaning of damaged

κατεστραμμένος

Other Greek words related to κατεστραμμένος

Definitions and Meaning of damaged in English

Wordnet

damaged (a)

harmed or injured or spoiled

Wordnet

damaged (s)

being unjustly brought into disrepute

FAQs About the word damaged

κατεστραμμένος

harmed or injured or spoiled, being unjustly brought into disrepute

σπασμένο,ελαττωματικό,εξασθενημένος,ατελής,ατελής,τραυματισμένος,κακομαθημένος,ανεπαρκής,αποσπασματικό,μισό

ολοκληρωμένο,ολόκληρος,γεμάτος,ανέπαφος,ολοκλήρωμα,τέλειο,Άθικτος,ολόκληρος,τελειωμένος,άψογος

damageable => επιβλαβής, damage feasant => ζημία υπαίτια, damage control => έλεγχος ζημιών, damage => ζημιά, dama dama => Πλατώνι,