Greek Meaning of marred

κατεστραμμένο

Other Greek words related to κατεστραμμένο

Definitions and Meaning of marred in English

Wordnet

marred (s)

blemished by injury or rough wear

Webster

marred (imp. & p. p.)

of Mar

FAQs About the word marred

κατεστραμμένο

blemished by injury or rough wearof Mar

σπασμένο,κατεστραμμένος,ελαττωματικό,εξασθενημένος,ατελής,ατελής,τραυματισμένος,κακομαθημένος,αποσπασματικό,μισό

ολοκληρωμένο,ολόκληρος,γεμάτος,ανέπαφος,ολοκλήρωμα,τέλειο,ολόκληρος,τελειωμένος,άψογος,άφθαρτος

marrano => μαρανοί, marram => άμμοχλοο, marrakesh => Μαρακές, marrakech => Μαρακές, marquisship => μαρκιωνία,