Greek Meaning of marriage
γάμος
Other Greek words related to γάμος
- συζυγία
- αγώνας
- γάμος
- σχέση
- γάμος
- δίγαμος
- Συγκατοίκηση
- δέσμευση
- Συζυγικότητα
- αρραβώνας
- Μεικτός γάμος
- μονογαμία
- Πολυγαμία
- Πολυγαμία
- πρόταση
- επαναγαμία
- συνημμένο αρχείο
- αρραβώνας
- Σύμφωνο συμβίωσης
- Σύμφωνο συμβίωσης
- σύμφωνο συμβίωσης
- αρραβώνας
- χέρι
- φυλετική ανάμειξη
- Μικτός γάμος
- υπόσχεση
- Πολυανδρία
- υπόσχεση
- αλήθεια
Nearest Words of marriage
- marriage bed => γαμήλιο κρεβάτι
- marriage broker => προξενητής
- marriage brokerage => γραφείο συνοικεσίων
- marriage ceremony => τελετή γάμου
- marriage contract => γαμήλιο συμβόλαιο
- marriage counseling => Συμβουλευτική γάμου
- marriage licence => Πιστοποιητικό γάμου
- marriage license => άδεια γάμου
- marriage mart => Γαμήλια αγορά
- marriage of convenience => Γάμος συμφέροντος
Definitions and Meaning of marriage in English
marriage (n)
the state of being a married couple voluntarily joined for life (or until divorce)
two people who are married to each other
the act of marrying; the nuptial ceremony
a close and intimate union
marriage (v. t.)
The act of marrying, or the state of being married; legal union of a man and a woman for life, as husband and wife; wedlock; matrimony.
The marriage vow or contract.
A feast made on the occasion of a marriage.
Any intimate or close union.
marriage (n.)
In bezique, penuchle, and similar games at cards, the combination of a king and queen of the same suit. If of the trump suit, it is called a royal marriage.
FAQs About the word marriage
γάμος
the state of being a married couple voluntarily joined for life (or until divorce), two people who are married to each other, the act of marrying; the nuptial c
συζυγία,αγώνας,γάμος,σχέση,γάμος,δίγαμος,Συγκατοίκηση,δέσμευση,Συζυγικότητα,αρραβώνας
Διαζύγιο,Αποχωρισμός,ακύρωση
marriable => ετοιμόγαμπρος, marri => Μάρρι , marrer => καταστρέφω, marred => κατεστραμμένο, marrano => μαρανοί,