Greek Meaning of flawed
ελαττωματικό
Other Greek words related to ελαττωματικό
Nearest Words of flawed
Definitions and Meaning of flawed in English
flawed (s)
having a blemish or flaw
flawed (imp. & p. p.)
of Flaw
FAQs About the word flawed
ελαττωματικό
having a blemish or flawof Flaw
κακός,ελαττωματικός,ατελής,εσφαλμένος,σπασμένο,κατεστραμμένος,ελαττωματικός,ανεπαρκής,ατελής,μολυσμένος
ολόκληρος,άψογος,ανέπαφος,τέλειο,ολόκληρος,ολοκληρωμένο,άψογος,Άμεμπτος,Άψογος,Άθικτος
flaw => Ελάττωμα, flavous => Κίτρινος, flavoursomeness => Γεύση, flavoursome => νόστιμο, flavourous => νόστιμος,