FAQs About the word flawlessness

Ανεπίληπτος

the state of being without a flaw or defect

Πληρότητα,σύνολο,ἀναμάρτητος,πληρότης,τελειότητα,τελειότητα,απόλυτοτητα,πληρότητα,ολότητα,εξαντλητικότητα

ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ασθένεια,ατέλεια,στενότητα,ανεπάρκεια,περιορισμός,Ανισότητα,σκίτσο

flawlessly => Άψογα, flawless => άψογος, flawing => ελλατωματικός, flawed => ελαττωματικό, flaw => Ελάττωμα,