Greek Meaning of flawlessness
Ανεπίληπτος
Other Greek words related to Ανεπίληπτος
Nearest Words of flawlessness
Definitions and Meaning of flawlessness in English
flawlessness (n)
the state of being without a flaw or defect
FAQs About the word flawlessness
Ανεπίληπτος
the state of being without a flaw or defect
Πληρότητα,σύνολο,ἀναμάρτητος,πληρότης,τελειότητα,τελειότητα,απόλυτοτητα,πληρότητα,ολότητα,εξαντλητικότητα
ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ασθένεια,ατέλεια,στενότητα,ανεπάρκεια,περιορισμός,Ανισότητα,σκίτσο
flawlessly => Άψογα, flawless => άψογος, flawing => ελλατωματικός, flawed => ελαττωματικό, flaw => Ελάττωμα,