Greek Meaning of perfectness

τελειότητα

Other Greek words related to τελειότητα

Definitions and Meaning of perfectness in English

Webster

perfectness (n.)

The quality or state of being perfect; perfection.

FAQs About the word perfectness

τελειότητα

The quality or state of being perfect; perfection.

Πληρότητα,σύνολο,πληρότης,απόλυτοτητα,ολότητα,εκτατικός,τελειότητα,υγεία,ολότητα,πληρότητα

ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ασθένεια,ατέλεια,στενότητα,ανεπάρκεια,περιορισμός,Ανισότητα,σκίτσο

perfectly => τέλεια, perfectively => τέλεια, perfective tense => Συντελεσμένος ενεστώτας, perfective aspect => τελειωμένο είδος, perfective => τελεστικό,