Greek Meaning of indefectibility
ακαταμάχητο
Other Greek words related to ακαταμάχητο
Nearest Words of indefectibility
Definitions and Meaning of indefectibility in English
indefectibility (n.)
The quality of being indefectible.
FAQs About the word indefectibility
ακαταμάχητο
The quality of being indefectible.
απόλυτοτητα,Πληρότητα,ολότητα,σύνολο,ἀναμάρτητος,Ανεπίληπτος,πληρότης,τελειότητα,τελειότητα,πληρότητα
ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ασθένεια,ατέλεια,στενότητα,ανεπάρκεια,περιορισμός,Ανισότητα,σκίτσο
indefeasible => ακατάλυτος, indefeasibility => ακαταργησία, indefatigation => ακαταπόνητο, indefatigably => ακούραστα, indefatigableness => ακατάβλητος,