Greek Meaning of indefensibly
αδικαιολόγητα
Other Greek words related to αδικαιολόγητα
- απαράδεκτος
- αβάσταχτος
- σκανδαλώδης
- απαράδεκτο
- Ασυγχώρητο
- αδικαιολόγητο
- ασυγχώρητος
- αδικαιολόγητο
- κακός
- αποτρόπαιος
- Φρικτός
- σκληρός
- θλιβερό
- εξαιρετικά κακός
- κακός
- κραυγαλέα
- αηδιαστικός
- απεχθής
- ανεξιλέωτος
- ανυπόφορος
- τερατώδης
- σκανδαλώδης
- συγκλονιστικό
- ανυπόφορος
- αβίωτος
- φαύλος
- αποκλεισμένος
- βάση
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- Εξευτελιστικός
- άτιμος
- απαγορεύεται
- αποτρόπαιος
- απαγορευμένος
- εκτυφλωτικός
- άτιμος
- άδικος
- ανυπόφορος
- βρώμικο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένος
- απαγορευμένη
- βαθμός
- κατακριτέος
- άσωτος
- ανυπόφορος
- κακός
- καταδικασμένος
Nearest Words of indefensibly
- indefensive => απροστάτευτος
- indeficiency => ανεπάρκεια
- indeficient => ανεπαρκής
- indefinable => ακαθόριστος
- indefinably => ακαθόριστα
- indefinite => Αόριστος
- indefinite article => Αόριστο άρθρο
- indefinite integral => Αόριστο ολοκλήρωμα
- indefinite quantity => Αόριστη ποσότητα
- indefinitely => επ' αορίστου
Definitions and Meaning of indefensibly in English
indefensibly (adv.)
In an indefensible manner.
FAQs About the word indefensibly
αδικαιολόγητα
In an indefensible manner.
απαράδεκτος,αβάσταχτος,σκανδαλώδης,απαράδεκτο,Ασυγχώρητο,αδικαιολόγητο,ασυγχώρητος,αδικαιολόγητο,κακός,αποτρόπαιος
αποδεκτός,αμυντικός,δικαιολογημένος,νόμιμο,συγγνωστός,ανεκτός,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,συγχωρημένος,ηθικός
indefensible => αμυντικός, indefensibility => αδυναμία υπεράσπισης, indefeisible => ακατάλυτος, indefective => αναντιρρήτως, indefectible => αλάθητος,