Greek Meaning of glaring
εκτυφλωτικός
Other Greek words related to εκτυφλωτικός
- κραυγαλέος
- προφανής
- σαφής
- εμφανής
- διακριτός
- εξαιρετικά κακός
- εμφανής
- κραυγαλέα
- αηδιαστικός
- σημαδεμένος
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- προφέρεται
- εξέχων
- διάφανος
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- αποτρόπαιος
- απόλυτος
- θρασύς
- συναρπαστικός
- Φρικτός
- φρικτός
- θλιβερό
- Ανιχνεύσιμο
- διακριτός
- διακριτός
- απολύτως
- δραματικός
- τονισμένος
- εντυπωσιακός
- απεχθής
- τερατώδης
- παρατηρήσιμος
- καθαρά και ξάστερα
- σκανδαλώδης
- εντελώς
- αντιληπτό
- απλός
- γελοίο
- εξέχων
- βαθμός
- αξιοσημείωτος
- συγκλονιστικό
- επιδεικτικός
- πιτσιλίσματος
- σκληρός
- προφέρει
- ορατός
Nearest Words of glaring
Definitions and Meaning of glaring in English
glaring (s)
shining intensely
conspicuously and outrageously bad or reprehensible
glaring (p. pr. & vb. n.)
of Glare
glaring (a.)
Clear; notorious; open and bold; barefaced; as, a glaring crime.
FAQs About the word glaring
εκτυφλωτικός
shining intensely, conspicuously and outrageously bad or reprehensibleof Glare, Clear; notorious; open and bold; barefaced; as, a glaring crime.
κραυγαλέος,προφανής,σαφής,εμφανής,διακριτός,εξαιρετικά κακός,εμφανής,κραυγαλέα,αηδιαστικός,σημαδεμένος
ανεπαίσθητος,Ασημαντος,διακριτικός,ασήμαντος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντος,Διακριτικός,κρυμμένο
glariness => Θάμβωση, glareolidae => Γλαρίδες, glareole => Μαυρογέννα, glareola => Τρυγγίτις, glared => glowered,