Greek Meaning of perceptible
αντιληπτό
Other Greek words related to αντιληπτό
Nearest Words of perceptible
- perceptibly => αισθητά
- perception => αντίληψη
- perceptive => οξυδερκής
- perceptively => διορατικά
- perceptiveness => Διορατικότητα
- perceptivity => αντίληψη
- perceptual => αντιληπτικός
- perceptual constancy => Αντιληπτική σταθερότητα
- perceptual experience => Αντιληπτική εμπειρία
- perceptually => αντιληπτικά
Definitions and Meaning of perceptible in English
perceptible (a)
capable of being perceived by the mind or senses
perceptible (s)
easily seen or detected
perceptible (a.)
Capable of being perceived; cognizable; discernible; perceivable.
FAQs About the word perceptible
αντιληπτό
capable of being perceived by the mind or senses, easily seen or detectedCapable of being perceived; cognizable; discernible; perceivable.
αισθητός,ακουστός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,διακριτός,αισθητός,κατανοητό,διακριτός,αναγνωρίσιμος,παρατηρήσιμος
ανεπαίσθητος,αδιαφοροποίητα,αναίσθητος,άυλος,αόρατος,ανιχνεύσιμος,Αδύναμος,άυλος,ασήμαντος,ακατάληπτος
perceptibility => αντιληπτικότητα, percept => αντίληψη, percentile => εκατοστιαίο, percentage sign => Σημείο ποσοστού, percentage point => Ποσοστιαία μονάδα,