Greek Meaning of detectable

Ανιχνεύσιμο

Other Greek words related to Ανιχνεύσιμο

Definitions and Meaning of detectable in English

Wordnet

detectable (s)

capable of being detected

easily seen or detected

Webster

detectable (a.)

Alt. of Detectible

FAQs About the word detectable

Ανιχνεύσιμο

capable of being detected, easily seen or detectedAlt. of Detectible

ακουστός,διακριτός,διακριτός,αισθητός,αντιληπτό,αισθητός,διακριτός,αναγνωρίσιμος,παρατηρήσιμος,προφανής

ανεπαίσθητος,αδιαφοροποίητα,άυλος,αόρατος,ανιχνεύσιμος,Αδύναμος,κρυμμένος,άυλος,ασήμαντος,ακατάληπτος

detect => εντοπισμός, detainment => κράτηση, detaining => κράτηση, detainer => κράτηση, detainee => Κρατούμενος,